Τζόναθαν Ραμπ, «Ρόζα»

στις

Θρίλερ στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου

Ο βίαιος θάνατος της Ρόζα Λούξεμπουργκ και η εξαφάνιση του πτώματός της δίνουν την ευκαιρία στον Τζόναθαν Ραμπ να δημιουργήσει τον Νικολάι Χόφνερ, ένα νέο αστυνομικό χαρακτήρα στο επαναστατημένο Βερολίνο του 1919. Η «Ρόζα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

Roza_tel__

Τον Ιανουάριο του 1919 στο Βερολίνο το κρύο ήταν ανυπόφορο και το αδιάκοπο ψιλόβροχο διαπερνούσε ακόμη και τις πιο χοντρές στρώσεις ρούχων. Ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως λεγόταν εκείνη την εποχή ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, που στοίχισε σχεδόν 19 εκατομμύρια νεκρούς, είχε τελειώσει μόλις πριν από δύο μήνες με την  άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας η οποία βρισκόταν πλέον σε  απελπιστική κατάσταση. Ο αποκλεισμός από τους Συμμάχους συνεχιζόταν, οι ελλείψεις σε τρόφιμα και καύσιμα ήταν τρομακτικές, ενώ μια επιδημία γρίπης που σάρωνε την Ευρώπη έκανε θραύση στην υπό κατάρρευση χώρα προκαλώντας καθημερινά πολυάριθμα θύματα.

Οι εξαθλιωμένοι πολίτες πουλούσαν όλα τους τα υπάρχοντα, δεν είχαν όμως χρήματα να αγοράσουν τίποτα. Οι γενναίοι στρατιώτες που μόλις πέντε χρόνια  πριν είχαν ξεκινήσει να πολεμήσουν για το Θεό, τον Κάιζερ και την Πατρίδα ήταν τώρα νεκροί ή επέστρεφαν από τα διάφορα μέτωπα ακρωτηριασμένοι, άστεγοι, άνεργοι, πεινασμένοι, απελπισμένοι και βαθύτατα πικραμένοι. Και μια γενιά νεαρών γυναικών δεν θα παντρευόταν ποτέ αφού οι πιθανοί μέλλοντες σύζυγοί τους ήταν θαμμένοι κάτω από το χιόνι.

Στις 9 Νοεμβρίου 1918, ο Γουλιέλμος ο 2ος , ο τελευταίος Γερμανός αυτοκράτορας, ή Κάιζερ όπως επικράτησε να λέγεται, παραιτήθηκε και έγινε καγκελάριος ο αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, Φρίντριχ Εμπερτ. Στις εκλογές της 19ης Ιανουαρίου 1919, ο Εμπερτ θα αναδεικνυόταν νικητής με το 85% των ψήφων και θα ίδρυε τη Δημοκρατία  της Βαϊμάρης. Λίγους μήνες αργότερα, στις 28 Ιουνίου, η κυβέρνησή του θα υπέγραφε την, ταπεινωτική για τη Γερμανία, Συνθήκη των Βερσαλλιών που μεταξύ άλλων θα την υποχρέωνε να πληρώσει αποζημιώσεις 226 εκατομμυρίων χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που είχε προκαλέσει στη διάρκεια του πολέμου.

Εντωμεταξύ ο φόβος της εξάπλωσης του κομμουνισμού διαπερνούσε τη χώρα. Οι περισσότεροι Γερμανοί φοβόντουσαν ότι η επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία θα μπορούσε να περάσει τα σύνορα και έκαναν τα στραβά μάτια σε απώλειες ελευθεριών και συνταγματικών δικαιωμάτων  αποδεχόμενοι τη δράση  παραστρατιωτικών οργανώσεων.

Πράγματι στις 5 Ιανουαρίου του 1919 ξέσπασε στο Βερολίνο η εξέγερση της επαναστατικής οργάνωσης «Σπάρτακος» με σκοπό την εγκαθίδρυση κομμουνιστικής διακυβέρνησης στο πρότυπο της Σοβιετικής Ένωσης. Σε πολλές πόλεις κυρίως όμως στο Βερολίνο οργανώθηκαν μαζικές διαδηλώσεις, οι ταραχές εξαπλώθηκαν, επικράτησε χάος και πολλά σημαντικά κτίρια καταλήφθηκαν.  Η οργάνωση είχε δημιουργηθεί  στα τέλη του 1914 από την πολωνοεβραία Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον δικηγόρο Καρλ Λίμπκνεχτ, που ανήκαν στην αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο Λίμπκνεχτ μάλιστα ήταν γιος του ιδρυτή του κόμματος.  Οι Σπαρτακιστές ήταν αντίθετοι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταδίκαζαν τον ιμπεριαλισμό και υποστήριζαν την ταξική πάλη και την επαναστατική δράση των μαζών. Και την 1η Ιανουαρίου 1919 ίδρυσαν μαζί με άλλους ανεξάρτητους κομμουνιστές το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD).

Η Λούξεμπουργκ ήταν αντίθετη στην προλεταριακή επανάσταση γιατί πίστευε ότι οι συνθήκες δεν είχαν ακόμη ωριμάσει. Πράγματι μέσα σε δέκα ημέρες η εξέγερση συνετρίβη από την κυβέρνηση Εμπερτ με τη συνδρομή των Φράικορπς, ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων που είχαν δημιουργηθεί από τη μάζα των περιπλανώμενων ανδρών του διαλυμένου αυτοκρατορικού στρατού.

Ο Καρλ Λιμπκνεχτ και η «κόκκινη» Ρόζα ή «διαβολική Εβραία» όπως αποκαλούσαν οι εχθροί της τη σημαντικότερη γυναίκα θεωρητικό του 20ου αιώνα και δολοφονήθηκαν στις 15 Ιανουαρίου. Σύμφωνα με την Χάνα Αρεντ, η δολοφονία τους άνοιξε μια άβυσσο αίματος μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών στη Γερμανία που έκανε πλέον αδύνατη την οποιαδήποτε συνεννόηση μεταξύ τους. Ταυτόχρονα ήταν η πρώτη ατιμώρητη πολιτική δολοφονία στη Γερμανία με επακόλουθο την εξόντωση δεκάδων μελών του ριζοσπαστικού κινήματος, που οδήγησε επίσης στη βιομηχανοποίηση του θανάτου και στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

 Το πτώμα του Λίμπκνεχτ βρέθηκε το επόμενο πρωί, το πτώμα της Λουξεμπουργκ, όμως, που δολοφονήθηκε με ένα πυροβολισμό στο κεφάλι, έμεινε άφαντο μέχρι τις αρχές Μαϊου οπότε αναδύθηκε σχεδόν αγνώριστο στην επιφάνεια του Λάντβερ Κανάλ.  Αυτό το χρονικό κενό των τεσσάρων μηνών δίνει στον Τζόναθαν Ραμπ την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα συναρπαστικό ιστορικοπολιτικό θρίλερ.

Το ενδιαφέρον είναι ότι αν και η «Ρόζα» -όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου- παραπέμπει κατ’ευθείαν στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, στην πραγματικότητα πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι το Βερολίνο του 1919 και ο αστυνομικός επιθεωρητής Νικολάι Χόφνερ, ο οποίος ερευνά μια σειρά από δολοφονίες γυναικών με την υπογραφή του θύτη στη πλάτη τους. Ο παρανοϊκός δολοφόνος χαράζει με μαχαίρι το ίδιο πάντα σχέδιο. Οταν εμφανίζεται το πτώμα της Λούξεμπουργκ με το ίδιο σχέδιο στην πλάτη, η υπόθεση παίρνει άλλη τροπή καθώς στα πόδια του αστυνομικού μπλέκεται η Πολπο (πολιτική αστυνομία), που προσπαθεί να τον αναγκάσει να σταματήσει την έρευνά του.

Οι προσπάθειες για την εξιχνίαση των εγκλημάτων, που φαίνεται να είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλές δολοφονίες ενός κατά συρροή φονιά, θα οδηγήσουν τον Χόφνερ στο Μόναχο αλλά και στη Βελγική πόλη Μπριζ. Κατά τη διάρκεια των ερευνών του θα εμφανιστούν διάφοροι δευτερεύοντες χαρακτήρες, άλλοι πραγματικοί και άλλοι φανταστικοί, όπως ένας εβραίος ειδικός στις δαντέλες, φτωχά αγοράκια που δουλεύουν για την αστυνομία -αλλά και για όποιον δίνει μεγαλύτερο χαρτζηλίκι- ένας χαρισματικός πιλότος, ο Λέο Γιόγκισες, εραστής και σύντροφος της Λούξεμπουργκ, η γλύπτρια Κάτε Κόλβιτς, ο Ντίτριχ Εκαρτ, σύντροφος του Αδόλφου Χίτλερ που επινόησε το σύνθημα των Ναζί «Ξύπνα Γερμανία», ακόμη και ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν πράγματι διευθυντής του Ινστιτούτου Κάιζερ Γουλιέλμου.

Ο Αϊνστάιν, γράφει ο Ραμπ «ήταν πολύ πιο νέος απ’ όσο περίμενε ο Χόφνερ, γύρω στα σαράντα με ένα απείθαρχο μουστάκι κάτω από μια πλατιά μύτη και δύο μάτια που θύμιζαν σκύλο ράτσας μπασέ. Ακόμα πιο απροσδόκητο ήταν το υπέροχο χαμόγελο που φαινόταν τόσο εκτός τόπου μέσα σ’εκείνο το εντυπωσιακό αν και αυστηρό περιβάλλον».

Η «Ρόζα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα μιας τριλογίας για το Βερολίνο, που έκανε γνωστό τον Τζόναθαν Ραμπ, το 2006 μάλιστα στο ισπανικό φεστιβάλ Semana Negra, χάρισε στον συγγραφέα το διεθνές βραβείο «Ντάσιελ Χάμετ». Η τριλογία ξεκινάει από τη Βαϊμάρη και το Μεσοπόλεμο και φτάνει μέχρι την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Αν και πολλές φορές πλατειάζει και η πλοκή αναπτύσσεται με τρόπο εξαντλητικό, τόσο που ο αναγνώστης μπορεί να χάνεται καθώς ο συγγραφέας περνάει από το ένα συνταρακτικό επεισόδιο στο άλλο, ο Τζόναθαν Ραμπ καταφέρνει να δημιουργήσει μια πραγματικά συναρπαστική ιστορία γεμάτη σασπένς με φόντο το ταραγμένο Βερολίνο στις αρχές του Μεσοπολέμου.

RabbΓιος και εγγονός ιστορικών και από τις δύο πλευρές της οικογένειάς του –ο πατέρας του είναι καθηγητής Ιστορίας της Αναγέννησης στο Πρινστον- ο Ραμπ είναι απόφοιτος των πανεπιστημίων Γέιλ και Κολούμπια, δίδαξε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, εγκατέλειψε όμως την ακαδημαϊκή καριέρα για να αφοσιωθεί στη συγγραφή των βιβλίων του. Στα ελληνικά κυκλοφορεί ένα ακόμη δικό του θρίλερ, με τίτλο «Η Μεγάλη Συνωμοσία των Μανιχαίων».

Νικολάι Χόφνερ, ένας ήρωας με πολλά πάθη

Αστυνομικός ντετέκτιβ, γιος επίσης αστυνομικού της Κρίπο, που όμως δεν κατόρθωσε να προχωρήσει στην ιεραρχία αφού η γυναίκα του ήταν Ρωσοεβραία, ο  Χόφνερ είναι «χωμένος ως τα μπούνια σε υποθέσεις κανονικής βίας και αυθεντικού τρόμου, όχι σαν τη βία που αναλυόταν διεξοδικά στις μπροσούρες των Κόκκινων ή σχεδιαζόταν στα μουλωχτά από καλοταϊσμένους αστούς που αυτοαποκαλούνταν σοσιαλιστές. Αυτοί παρίσταναν τους επαναστάτες».

Με «καλό βάρος, βαθουλωτά μάτια, σκούρα μαλλιά (τα δύο τελευταία κληρονομιά από τη ρωσίδα μητέρα του, όπως και το μικρό του όνομα), είναι σχετικά γυμνασμένος, και με μια λεπτή ουλή ακριβώς κάτω από το σαγόνι, ένδοξο αναμνηστικό από το Γκιμνάζιουμ, τότε που ήταν πρωταθλητής ξιφασκίας».

Στα σαρανταπέντε του, «οι ελαφρά στρογγυλεμένοι ώμοι του είχαν χάσει μερικούς πόντους, το βάθος των ματιών του είχε μετατοπιστεί χαμηλότερα, προς τις σακούλες που όλο και μεγάλωναν, και παρόλο που τα μαλλιά του ήταν ακόμη πυκνά, θα ήταν υπερβολή να τα χαρακτηρίσει κανείς σκούρα».

Πολύπλευρος χαρακτήρας,  είρων, εξαιρετικός στη δουλειά του, ο Χόφνερ κρεμάει στον τοίχο του γραφείου του ένα χάρτη του Βερολίνου, καρφώνοντας πινέζες στα σημεία που βρίσκονται τα πτώματα. Καπνίζει αρειμανίως και πίνει γενναίες ποσότητες αλκοόλ όποτε καταφέρνει να βρει στη ρημαγμένη πόλη προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το τσουχτερό Βερολινέζικο κρύο.

Ο Χόφνερ είναι παντρεμένος με τη Μάρτα, όμως αν και νιώθει τρυφερότητα για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν μπορεί να εκδηλώσει ανάλογα συναισθήματα στη γυναίκα του και στα δύο παιδιά του, εφτά και δεκαπέντε ετών. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Σάσα ή μάλλον ο Αλεξάντερ, όπως θέλει να τον φωνάζουν ο –ένας γνήσιος μελλοντικός ναζί- τον μισεί από τη στιγμή που τον είδε να χτυπάει τη μητέρα του.  Ο Χόφνερ απατά τη Μάρτα, δεν διστάζει μάλιστα να τα φτιάξει με τη νεαρή Λίνα, την κοπέλα του Χανς Φίχτε του νεαρού βοηθού του με τους σακατεμένους πνεύμονες.

Iνφο

«Ρόζα», του Τζόναθαν Ραμπ, εκδόσεις Πόλις, μετάφραση: Ρηγούλα Γεωργιάδου, σελίδες: 560, τιμή: 18 ευρώ

Δημοσιεύτηκε, στα Νέα

Σχολιάστε